Όχι δεν έπρεπε να δραπετεύσω, έτσι κι αλλιώς είμαι περιττός, αλλά αυτός ο παλιός γνώριμος του μετρό με καλούσε ξαπλωμένος πάνω στις ράγες της διευκόλυνσης. Ποιος γνώριμος; Εγώ ήμουν. Ο Άγνωστος. Κι άφηνα τα βαγόνια να με τεμαχίζουν. Και γέλαγα με τις τύψεις των δελτίων ειδήσεων. Στην σακούλα των απορριμμάτων που με περισυλλέγανε έμαθα να ανασυντίθεμαι με την ησυχία μου.
Τι λαίμαργη χαρά! Ω, θέε μου! Με δίδαξες από μικρό παιδί όταν μου εκμυστηρεύτηκες σαν σφαίρα στο κεφάλι ότι είμαι ολόκληρος ο κόσμος. Και εσύ είσαι το παιχνίδι μου. Ακόμα έχω τη γεύση της γλώσσας σου στο λαρύγγι μου. Ακόμα γελάω με τα χάλια σου. Ακόμα τεμαχίζομαι. Ακόμα σε δικαιώνω. Σαραβαλιασμένο μου παιχνίδι!
Κι η θλίψη είναι σαν την κουράδα. Λίγο ήλιο θέλει και υπομονή για να σταματήσει να βρωμάει.
Δραπέτης εκ γενετής, είμαι το εν δυνάμει θύμα του θυμού. Είμαι λεία. Είμαι μια αλήθεια περιττή σαν κουνούπι. Αλλά θέλω και γω να ζήσω. Και το νερό δεν είναι αίμα. Και το αίμα δεν είναι κόκκινο. Και το κόκκινο είναι μία σύμπτωση.