ώσπου
άκουσα νταούλια να βαράνε αλύπητα
και δεν πήγαιν' άλλ' ο δρόμος σκαμμένος χωματόδρομος με λάσπες και κοτρόνες
άφησα τ' αυτοκίνητο και κίνησα ποδαράτος.
έχοντας πίσω μου τη μέρα
ανηφόριζα το μονοπάτι
και χανόμουν σε μια παράξενα οικεία σκοτεινιά
...
...
πύκνωσε η μουσική
ζουρνάδες, κλαρίνα και βιολιά
μέσα σε κροτάλισμα από πουρνάρια που φλέγονταν
κι ένα νταούλι να βαράει αλύπητα
στο βάθος με καλούσε
μια μεγάλη φλόγα
κι ένας αλλόφρονας χορός
από πόδια γυμνά
να ποδοπατούν τη γη
μέχρι να λευτερώσει τον νεκρό
- έλα! κάτσε και πιες! γιορτή είν' ο πόνος γιορτή κι η χαρά