βάζω τα δυνατά μου
κι ας είναι τα μπράτσα μου αδύνατα
κι ας είναι τα κόκκαλά μου εύθραυστα
βάζω τα δυνατά μου
σφίγγω τα δόντια
και κάπου κάπου μουγκρίζω από το ζόρι
βάζω τα δυνατά μου
κι ας ξέρω
πως στο τέλος της σκηνής
πεθαίνω
με γόνατα ραγισμένα
με χέρια ανυπάκουα
μ' έναν ατονικό ρυθμό στο κέντρο του στήθους μου
βάζω τα δυνατά μου
μέχρι που κουρέλι ξεφτισμένο χιλιομπαλωμένο αγνώριστο
ανάσκελα
χαμογελάω στην τόση μοναξιά του σύμπαντος
που νόμισε ότι θα γίνει το δικό του