4.09.2010

προς εσένα 9

σε περιμένω μικρούλι μου

σε περιμένω

να μου κάνεις καριόκες

να πλάσω εγώ με γυμνά χέρια το μίγμα

να λιώσεις τη κουβερτούρα

να σε χαζεύω

να με κοιτάς λοξά και να χαμογελάς και να ρωτάς "τι κοιτάς;"

σε περιμένω μικρούλι μου

θέλω να ξαναφάω τις καριόκες σου

και μετά να φάω εσένα

μια μπουκιά

μια χαψιά

είμαι λιγούρης, ξέρεις ;)

κι αυτό είναι που σ' αρέσει

ερ Ω τηση 13

είναι που περισσεύεις
αυτό είναι όλο

τώρα που ξέρεις
μην το κάνεις θέμα

κάνε σαν να μη συνέβει τίποτα

σαν τίποτα
που περισσεύει
αυτό είναι όλο
κι όλο

θέλεις καφέ;

πως τον πίνεις;

μονορούφι 6

παρά το μετά και πριν την καταπληκτική αφορμή επειδή αποφάσισε κάποια στιγμή δίχως πυγμή και η παρακμή που πηγάζει από τη φτώχεια που πηγάζει από την εκμετάλλευση που πηγάζει από την αδιαφορία που από κάπου και αυτή θα πηγάζει κι όταν βράζει το νερό και χύνεται στο έδαφος η απειλή που αδημονεί να γίνει κίνδυνος επίορκος φίλος σαν το παιδί που άπλωσε το χέρι σε μια καραμέλα και πουλήθηκε κομμάτι κομμάτι σπατάλη αφού πληγώσαμε ότι σώσαμε και μια φωνή που δεν αρκεί πρέπει να σωπάσει και μια φωνή που σωπαίνει χάνει τα λόγια της μέσα στη φτώχεια της από παντού εκτινάσσεται στο παρά πέντε το θαύμα που απειλεί την ελεύθερη σκέψη σαν πέψη ευδιάλυτου υγρού που ξεδιψάει τα σωθικά και πυκνώνει το αίμα στις φλέβες επιβλαβές καλό που παρακαλάει για λίγη δόξα και χειροκρότημα από τη πλατεία στην εφηβεία απαγκιστρωμένο παραδομένο σε φλόγες που σαπίζουν κάτω από τον υγρό καιρό που μολύνει σύννεφα κι έναν ήλιο που καλύπτει τη συνενοχή του υπό το βλέμμα άγρυπνων καιρικών φαινομένων ατίθασων ορμών μιας ασυγκράτητης διαστολής αντοχής και επιστολής προς ένα τέλος σαν βέλος που καρφώνει το παρόν ακίνητο επί ξύλου κρεμάμενο. τα λόγια μας είναι περιττά σαν σκατά.

διάλογοι 6

- μαμά, γιατί το σινεμά είναι σκοτεινό;

- για να δακρύζει ο καθένας μόνος του, μικρό μου

- γιατί θέλουν να δακρύζουν οι άνθρωποι μόνοι τους μαμά;

- επειδή φοβούνται ότι κανείς δεν θα τους καταλάβει

- μαμά, εσύ φοβάσαι ότι κανείς δεν θα σε καταλάβει;

-...

αποκάλυ Ψ η 13

καμιά φορά έρχεται ένας "κλέφτης" και κάθεται στον ώμο σου
αργά και απαλά με τόση σιγουριά
σαν να είχε από πάντα προγραμματίσει τη διαδρομή του
σαν να είχε από πάντα αποφασίσει τον προορισμό του

του προσφέρω το χέρι μου
να του πω "καλώς με βρήκες"
κι εκείνος απαντάει κουνώντας τα φτερά του
"εσύ με βρήκες, εγώ περαστικός ήμουν από 'δω"

καμιά φορά τα όνειρα με κάνουν να γελάω
καμιά φορά και οι άνθρωποι με κάνουν να γελάω

καμιά φορά κι ένας "κλέφτης"
μου κλέβει ένα δάκρυ
όπως καμιά φορά κι ο έρωτας
μου κλέβει ένα δάκρυ

κι εγώ κάνω πως δεν κοιτάω

αφού και 'γω περαστικός είμαι από δω

αργά και προσεκτικά 9

καλεσμένος σ' ένα πάρτυ γενεθλίων
φίλου ενός φίλου
αιωρούμενου φύλλου

το μήλο επάνω στο τραπέζι
δαγκωμένο μια φορά
προσπαθεί να κυλήσει στο πάτωμα
και μετά να συμπράξει συμφωνία με τις κατσαρίδες
καταμεσής της νύχτας

όταν όλοι θα κοιμούνται στο σπίτι που θα κατοικώ μόνος

όταν όλοι θα αιωρούνται στο σπίτι φίλου ενός φύλλου
αποκομμένου φίλου

το άρωμα ενός μήλου
φίλου
φύλλου

σκύλου

μην μιλήσεις
μέσα στη σιωπή
ό,τι και να πεις
δεν θα ακουστεί στη σωστή ένταση
θα παρεξηγηθεί

θα ντυθώ απλά
δηλαδή
θα φορέσω φόρμες
τις καινούριες
αλλά παπούτσια αθλητικά
παλιά
φωλιά
θηλιά
μηλιά

το μήλο δαγκωμένο μία φορά
επάνω στο τραπέζι αποκλίνουσα συμπεριφορά
κατρακυλά
προς το πάτωμα

ακόμα προλαβαίνω

δεν έπεσε

ακόμα κατρακυλά

προλαβαίνω

without his eyes

κόκκινο 4

άγγιζα τις πατούσες σου
και χάιδευες τα μαλλιά μου
με δυσκολία συγκρατούσα τη δίψα μου
το στόμα μου είχε στεγνώσει
και οι φλέβες της πούτσας μου κόντευαν να εκραγούν

η καρδιά αύξανε τον ρυθμό

ακούστηκε από το βάθος της τηλεόρασης
ο ήχος των τυμπάνων

έπεσε ο ήλιος
σηκώθηκε το φεγγάρι

νηστικό
και φωτεινό
υπό το σύρσιμο των κυμάτων στην αμμουδιά
πλησίασα τα χείλη μου
εισχώρησα στο σώμα σου

το πρωί δήλωσα την εξαφάνιση

σε είχα αφομοιώσει