Ν' ανοιγοκλείνει η κουρτίνα και πίσω να φεύγουν,
να 'ρχονται εδώθε, να μας αγγίζει η πνοή των,
κι οι τεμπελιές μας οι αθώες που πάντα μας ρεύουν,
ν' ανοιγοκλείνουν κι αυτές, δροσισμένες μαζί των.
Μαζί μ' εκείνες, που πλάι μας με λύσσα βρυάζουν,
μες την αυλή, στο σαλόνι, στον πολυθόρυβο δρόμο,
που μας κοιτάνε, μας γνέφουν, γελούν και φαντάζουν
προς τη ματιά μας και στ' όνειρο και με πανέρια στον ώμο.
Στο γλυκολάλο τ' αέρι, ανεμίζει και φέρνει
τα προσωπάκια τους όλα, γλυκά, ροδισμένα,
είναι ξανθές και μελάχρες, λαχτάρα τις παίρνει
γι' αυτά τα μάτια μας σε γλυκό δάκρυ λουσμένα.
Θα μπουν μαζί και θ' απλώσουν τα χέρια,
θα μας χαϊδέψουν μαλλιά, στον αγέρα σπαρμένα,
θα μας μιλήσουν γλυκά σ' αγκαλιάσματα αιθέρια,
θα μας φιλήσουν με χείλη απαλά, μυρωμένα.
Κι όπως η βάρκα, το κύμα μες στο μαϊστράλι,
όπως σαλεύουν να φτάσουν, ν' αγγίσουν στο μώλο,
έτσι τις σέρνει σε μένα, κοντά στ' ακρογιάλι,
εν' αεράκι, ν' αδειάσει το τσούρμο τους όλο.
Να ξεχωρίσουνε τέλος τα σώματα εμπρός μου
απ' την ανοιγμένη κουρτίνα στήλες να προβάλλουν,
από μακριά κι αν φθασμένες, τα πέρα του κόσμου,
να γίνουν σωστές σιλουέτες, χωρίς ν' αμφιβάλλουν.
Κι όλο να τρέμει η κουρτίνα, κοντά στο φεγγίτη,
όλο ν' αμπώχνουν οι πρώτες, λαχτάρα να ιδούνε,
ναν τις ιδώ να γεμίζουνε τέλος το σπίτι,
να μη χωρούν και να μείνουν και στην αυλή να μιλάνε.
Ήρθαν, μα δεν τις θέλω τόσες κοντά μου,
είναι πάρα πολλές, με κουράζουν, μ' αλλάζουν,
παρ' τες, μητέρα! να φύγουν, αν ήρθαν, -αλιά μου-.
Ολα τα βίτσια μου αν δουν, θα σπαράξουν.
Είναι πολλές, ένα πλήθος εγκάρδιο για μένα,
γιατί δεν ήπια παρά την ψυχή των,
μόνο τα λόγια τους άκουσα, μάνα μου, τα χαϊδεμένα,
κι ύστερα φύγαν, ήταν πάρα πολλές, προς τη γη των.
Είχα φυλάξει βαθιά μου μονάχα τη χάρη,
μονάχα τ' όνειρο - δεν ονειρεύομαι τώρα;
Χωρίς ν' αφήνουν κανέναν ίσκιο κι αχνάρι,
τις είχα ιδεί να μου φέρνουν περίσσια τα δώρα.
περίμενε να σε καλέσω μέσα μην τους δείχνεις ότι περιμένεις από το θάνατο που μας καρτερούσε σάμπως να μπορούσαμε να προσκαλέσουμε το φως μέσα σ' αυτήν την τρύπα που κατοικώ κι αφουγκράζομαι τις κινήσεις των τεκτονικών πλακών ελπίδα κι ανάσταση σε μια πράξη και μια κάλτσα φορεμένη ανάποδα στο ΕΝΑ πόδι και στο ΕΝΑ που κατοικεί μέσα στα πολλά αφού δεν υπήρξε το χέρι της ούτε το βυζί της στρογγυλό και μαλακό σαν το θάνατο που μας καρτερούσε κι αν υποστηρίζαμε τους ανόητους ήταν γιατί γελάγαμε με την καρδιά μας μέσα σε καιρούς που δεν υπήρχε πια ούτε ελπίδα ούτε ανάσταση.
περνάνε τα βράδια οι σκιές στο πρόσωπό σου κλέβουν απ' το φως περνάνε τα χάδια τα βράδια το φως στο πρόσωπό σου γερνάνε τα μάτια κλέβουν τα χάδια το φως στα βράδια οι σκιές το φως στα βράδια το πρόσωπό σου
φωτιές στο βουνό παγωμένες σκέψεις το παράθυρο στο σπίτι οι σκιές κι οι φωτιές το βουνό και το πρόσωπό σου γελάνε