δεν μιλάω σε κανέναν για τις πεταλούδες που δεν άντεξαν το ψύχος
μπορεί στο άκουσμα αυτής της σιωπής να με κοιτούσες παράξενα
κι έχω ένα πρόσωπο ολόκληρο να με κοιτάει κατάματα
και γελάει, όπως τα μωρά σαν τα κοιτάξεις πολύ ώρα με σοβαρό βλέμμα
θα 'ρθει ο άνεμος καλπάζοντας πάνω από βουνά και θάλασσες και θα ξεχυθεί αρτσούμπαλα πάνω στις κόκκινες πέτρες που κρατάνε τον ρυθμό κι εγώ όπως εσύ όπως κάθε εγώ και κάθε εσύ βυθισμένος μέσα στην ανημποριά θ' αρχίσω πάλι να τραγουδώ σαγηνεύοντας το φως που ανέκαθεν περιφρονούσε τον άνθρωπο
Δεν περιμένω όμως τίποτα πια
Τον Αι Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά
Κι είν' ένας πρώην Έλλην αριστερός
Ένας θνητός
Με τ' όνειρό του δίχως στέγη καμιά
Και το ανοιξιάτικο κορίτσι μαμά
Πλακώνεται απ' τη συνταγή την παλιά
Οι μυρωδιές θυμίζουν κάτι βαρύ
Κάποια πληγή
Που απλώς δεν θέλουμε ν' ανοίξει ξανά
Χριστούγεννα
Τα πλεϊμομπίλ μου είν' εξαιτίας μου κουτσά
Σβησμένα στη σαμπάνια βεγγαλικά
Ίσως για κάποιους νά 'ναι ακόμα γιορτή
Μα ποιοι είν' αυτοί;
Ζουν σε θερμοκοιτίδες ή σε χωριά;
Χριστούγεννα
Κι ό,τι αρχίζω μου πηγαίνει στραβά
Πάντα με πάει σ' ενός σταυρού τα καρφιά
Και πότε-πότε τα καρφώνω κι εγώ
Σε άλλον αμνό
Έτσι ήταν πάντα κι έτσι θα 'ναι ξανά
Χριστούγεννα
Κι εσύ τι θες απ' τη ζωή μου ξανά;
Με τα λαμπιόνια σου τα θανατερά
Και το φιλί σου πάντοτε αποδεκτό
Πως σε μισώ
Θες νά 'σαι η ίδια και ν' αλλάζω εγώ
Με θες προσωπικό σου δημιουργό
Μη λες πως μοιάζω με τον Ντόναλντ εγώ
Λάμπω εγώ
Μα μ' ένα σπότλαϊτ που δε μου είναι αρκετό
Χριστούγεννα
Τι φταίω που αν λείπεις η ζωή μου διψά
Το γαϊδουράκι της τραβάει αργά
Να βρει ένα πανδοχείο νυχτερινό
Να 'ναι ανοιχτό
Ή έστω μια φάτνη να χωράει το κενό
Χριστούγεννα
Χωρίς αυτά ο χρόνος δεν ξεκινά
Βοσκούς μαζεύω, μάγους από μακριά
Γιορτάζω για ν' αλλάξουμε οριστικά
Χρόνια πολλά
Χωρίς να προσποιούμαι τίποτα πια
μικρό μου αγόρι τώρα μεγάλωσα κι έβγαλα δόντια λευκά και δεν κρύβω γυμνή σοκολάτα στις τσέπες μου μικρό μου αγόρι αντί βροχή να μου φέρεις μικρές μικρές κόκκινες πέτρες να σου ζωγραφίσω τη ροή του πόνου κι απόλαυσα την επίμονη φωνή σου - μην ξεγελιέσαι δεν είμαι από κάρβουνο ούτε περπατώ πάνω σ' ένα παράπονο αγόρι που κυλιέσαι στο χαλί ανάμεσα στα πόδια των γονιών σου τώρα έφυγα από το σπίτι και φόρεσα τα παπούτσια μου ανάποδα ν' αποφεύγω τις ευθείες που με ζαχαρωτά με δελεάζουν σε κάθε μια στροφή
σφίγγω τα δόντια τόσο σφιχτά που νιώθω να σπάνε μικρά μικρά κομματάκια
αποφεύγω τις ομολογίες μιλώντας συνεπαρμένος για τις καιρικές μεταβολές που συντελούνται πάνω από το κεφάλι μας
-αλήθεια; -δεν θα μπορούσε να 'ναι ψέματα -αναγκαστική αλήθεια -δεν μοιάζει με ένα ΠΕΛΩΡΙΟ ψεματάκι; -οχι -μου θύμωσες; -οχι -θέλω να σε γνωρίσω στους φίλους μου -είναι όμορφοι; -είναι φίλοι μου -πόσο νερό μπορείς να πιεις; -όσο αντέχεις να 'χεις τα μάτια σου κλειστά -σε φοβάμαι -κι εγώ
Βαθύ βαθύ το πέσιμο
βαθύ βαθύ το ανέβασμα
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ`ανοιχτά φτερά του
Βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα
ανάσα ωκεανού, ανάσα ωκεανού, ανάσα ωκεανού.
Βαθύ βαθύ το πέσιμο
Βαθύ βαθύ το ανέβασμα.
ραντεβού σ' ένα δρόμο που είχε όνομα μέσα σ' ένα αμάξι μ' αναμμένα τ' αλάρμ κι ένας προορισμός που ήταν ήδη επιλεγμένος μέσα από μια καθοδήγηση πάντοτε θηλυκού ήχου
πάτησες γκάζι σαν να μ' ένοιαζε ποτέ η ταχύτητα ήθελες να προλάβουμε τις στροφές ήθελα ν' αποφύγουμε τις λακούβες
στο ενδιάμεσο άνοιξα το παράθυρο έφτυσα την τσίχλα μου στα μαλλιά ενός περαστικού
στο ενδιάμεσο άνοιξες το ραδιόφωνο σιγοψιθύρισες ένα τραγούδι δίχως λόγια χωρίς να με κοιτάς
είπαν ότι σε παραπλάνησε μια ευθεία είπαν ότι με διατάραξε μια ομαλότητα
ραντεβού σ' ένα δρόμο μέσα σ' ένα αμάξι αρκούν για να εκτροχιάσουν έναν προορισμό
περισυλλέχτηκαν κουβαριασμένες προσδοκίες μη αναγνωρίσιμες
καλώς ήρθες μουρμουρίζει ένας αισθησιακός ερημίτης με τον ίδιο τόνο που σε αποχαιρετούν οι αριθμοί
κι εγώ που απαριθμούμαι αμύνομαι υπέρ ονείρων απατηλών κι έρωτος σαρκοφάγου
κι εγώ που δεν αθροίζομαι αντιστέκομαι στη λήθη του ροχαλητού σου και των υποσχέσεων που ταίριαζαν ωραία με τα μάτια σου
σ' αγάπησα χαζούλη και δεν ξέρω αν θα μάθω ποτέ αν σημαίνει κάτι αυτό
είπες αν έχουν όνειρα οι αριθμοί θα ονειρεύονται μέρες, μήνες, χρόνια
τη μέρα που σε γνώρισα πόσες φορές σε φίλησα πόσες σε πρόδωσα
κι αν έχουν όνειρα οι αριθμοί ήταν 5 τα χρόνια και το 3 μας ήταν ήδη αρκετό κι ό,τι περίσσεψε γέννησε εφιάλτες με κωδικούς, λογαριασμούς, τιμές κι αριθμημένες πληγές νεκροτομημένου σώματος
καλώς ήρθες φωνάζει ένας αισθησιακός ερημίτης με τον ίδιο τόνο που σε καλωσορίζει το άπειρο ένας αριθμός απαλλαγμένος απ' την αρίθμηση
Ν' ανοιγοκλείνει η κουρτίνα και πίσω να φεύγουν,
να 'ρχονται εδώθε, να μας αγγίζει η πνοή των,
κι οι τεμπελιές μας οι αθώες που πάντα μας ρεύουν,
ν' ανοιγοκλείνουν κι αυτές, δροσισμένες μαζί των.
Μαζί μ' εκείνες, που πλάι μας με λύσσα βρυάζουν,
μες την αυλή, στο σαλόνι, στον πολυθόρυβο δρόμο,
που μας κοιτάνε, μας γνέφουν, γελούν και φαντάζουν
προς τη ματιά μας και στ' όνειρο και με πανέρια στον ώμο.
Στο γλυκολάλο τ' αέρι, ανεμίζει και φέρνει
τα προσωπάκια τους όλα, γλυκά, ροδισμένα,
είναι ξανθές και μελάχρες, λαχτάρα τις παίρνει
γι' αυτά τα μάτια μας σε γλυκό δάκρυ λουσμένα.
Θα μπουν μαζί και θ' απλώσουν τα χέρια,
θα μας χαϊδέψουν μαλλιά, στον αγέρα σπαρμένα,
θα μας μιλήσουν γλυκά σ' αγκαλιάσματα αιθέρια,
θα μας φιλήσουν με χείλη απαλά, μυρωμένα.
Κι όπως η βάρκα, το κύμα μες στο μαϊστράλι,
όπως σαλεύουν να φτάσουν, ν' αγγίσουν στο μώλο,
έτσι τις σέρνει σε μένα, κοντά στ' ακρογιάλι,
εν' αεράκι, ν' αδειάσει το τσούρμο τους όλο.
Να ξεχωρίσουνε τέλος τα σώματα εμπρός μου
απ' την ανοιγμένη κουρτίνα στήλες να προβάλλουν,
από μακριά κι αν φθασμένες, τα πέρα του κόσμου,
να γίνουν σωστές σιλουέτες, χωρίς ν' αμφιβάλλουν.
Κι όλο να τρέμει η κουρτίνα, κοντά στο φεγγίτη,
όλο ν' αμπώχνουν οι πρώτες, λαχτάρα να ιδούνε,
ναν τις ιδώ να γεμίζουνε τέλος το σπίτι,
να μη χωρούν και να μείνουν και στην αυλή να μιλάνε.
Ήρθαν, μα δεν τις θέλω τόσες κοντά μου,
είναι πάρα πολλές, με κουράζουν, μ' αλλάζουν,
παρ' τες, μητέρα! να φύγουν, αν ήρθαν, -αλιά μου-.
Ολα τα βίτσια μου αν δουν, θα σπαράξουν.
Είναι πολλές, ένα πλήθος εγκάρδιο για μένα,
γιατί δεν ήπια παρά την ψυχή των,
μόνο τα λόγια τους άκουσα, μάνα μου, τα χαϊδεμένα,
κι ύστερα φύγαν, ήταν πάρα πολλές, προς τη γη των.
Είχα φυλάξει βαθιά μου μονάχα τη χάρη,
μονάχα τ' όνειρο - δεν ονειρεύομαι τώρα;
Χωρίς ν' αφήνουν κανέναν ίσκιο κι αχνάρι,
τις είχα ιδεί να μου φέρνουν περίσσια τα δώρα.
περίμενε να σε καλέσω μέσα μην τους δείχνεις ότι περιμένεις από το θάνατο που μας καρτερούσε σάμπως να μπορούσαμε να προσκαλέσουμε το φως μέσα σ' αυτήν την τρύπα που κατοικώ κι αφουγκράζομαι τις κινήσεις των τεκτονικών πλακών ελπίδα κι ανάσταση σε μια πράξη και μια κάλτσα φορεμένη ανάποδα στο ΕΝΑ πόδι και στο ΕΝΑ που κατοικεί μέσα στα πολλά αφού δεν υπήρξε το χέρι της ούτε το βυζί της στρογγυλό και μαλακό σαν το θάνατο που μας καρτερούσε κι αν υποστηρίζαμε τους ανόητους ήταν γιατί γελάγαμε με την καρδιά μας μέσα σε καιρούς που δεν υπήρχε πια ούτε ελπίδα ούτε ανάσταση.
περνάνε τα βράδια οι σκιές στο πρόσωπό σου κλέβουν απ' το φως περνάνε τα χάδια τα βράδια το φως στο πρόσωπό σου γερνάνε τα μάτια κλέβουν τα χάδια το φως στα βράδια οι σκιές το φως στα βράδια το πρόσωπό σου
φωτιές στο βουνό παγωμένες σκέψεις το παράθυρο στο σπίτι οι σκιές κι οι φωτιές το βουνό και το πρόσωπό σου γελάνε
οι πληγές στη ψυχή μου έχουν μολυσμένους κυνόδοντες ουρλιάζουν κάθε βράδυ εκτός από την πανσέληνο κι αν θες το πιστεύεις μιας κι έχεις χρόνια να πάρεις το φεγγάρι αγκαλιά
θυμάμαι ακόμα θα σου πω αλλά να μείνει μεταξύ μας κατίνα αναγνώστη το barbie κουκλόσπιτο που έκανα να ζητήσω και με τράβηξε ο πατέρας από την ξανθιά μου φαβορίτα και μ' έσυρε μέχρι το αυτοκίνητο ουρλιάζοντας μέσα στο πολυκατάστημα παιχνιδοπωλείο παρατηρώντας μετά από χρόνια τα μάτια των πελατών που δεν χόρταιναν την τιμωρό κακοποίηση να λαμβάνει σάρκα και οστά μπροστά τους
δεν πέσαν οι πωλήσεις δεν μάζεψαν τα σάλια τους πολλοί τεμαχίστηκαν από τις αυτόματες πόρτες εισόδου/εξόδου υπό το σκοτεινό μάτι των φωτοκυττάρων
ίσως και να είχα κάποιες ενοχές αλλά δεν είναι καιρός για τέτοια τερτίπια
ψαχουλεύω λίγα κέρματα στην τσέπη μου μετά από δύο χρόνια είναι τρύπια κι όλο το ξεχνάω ήδη από τώρα και χάνω τα λίγα κέρματά μου πάνω από το πεζοδρόμιο κάτω από την άσφαλτο μέσα στις σόλες των περαστικών έξω από τον χρόνο που διαβαίνει
μόνο το όνομα γνωρίζω το σχήμα το υποψιάζομαι την ουσία την αγνοώ
δεν έχει σημασία, λέω τώρα εγώ εσύ θα μεγαλώσεις και θα πεθάνεις πριν από μένα, λες
φιλιά στα δάχτυλα που μ' αρέσουν και ένα κεφάλι έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου ανεμίζει σαν μια μπάλα άμμο και χάνεται, δηλαδή σκορπίζει για την ακρίβεια
κάτω από τη γλώσσα μου κρύβεται λίγη ζωή ακόμη τόση όση χρειαστεί και συ όπως και γω ξυπνάμε χωρίς να αλλάξουμε πλευρό
τώρα πλησίασε κι έλα κοντά μου άλλη μια αγκαλιά θα σου χαρίσω στο μάγουλο θα σε αγγίξω όμορφη σιωπή στα μάτια μας κυματίζει
μικρέ μου κατεργάρη ευτυχώς που τίποτα ανάμεσά μας δεν είναι εύκολο